Ένα από τα πιο συναρπαστικά (και καμιά φορά ….τρομακτικά!) κομμάτια της μητρότητας είναι ότι φέρνει στην επιφάνεια μνήμες από την παιδική μας ηλικία, κομμάτια του εαυτού μας που νομίζουμε πως έχουμε αφήσει πίσω μας προ πολλού!
Δεν είμαι ειδική σε θέματα ψυχολογίας, αλλά αντιλαμβάνομαι ενστικτωδώς πως οι εμπειρίες των παιδιών μας πυροδοτούν συχνά τους εσωτερικούς μας μηχανισμούς, πατάνε τα κουμπιά μας, ξύνουν τις πληγές μας!
Όταν η κόρη μου βγαίνει από την πόρτα του σχολείου χαρούμενη και γελαστή, νιώθω ένα γνώριμο φτερούγισμα στο στήθος, ξαναβρίσκω το χορτασμένο από αγάπη και παιχνίδι εσωτερικό μου παιδί, παντοδύναμο και ενθουσιώδες!
Όταν η κόρη μου βγαίνει με κατεβασμένο το κεφάλι, λυπημένη που δεν την έπαιξαν οι φίλες της, νιώθω ένα φαρμακερό τσίμπημα στο μέρος της καρδιάς… Είναι το πληγωμένο εσωτερικό μου παιδί που ξυπνάει μεμιάς, με χίλια παράπονα για τη μοναξιά, τους χαμένους φίλους και την έλλειψη υποστήριξης που βίωσε σε διάφορες φάσεις της ζωής του…
Αναρωτιέμαι τι να το κάνουμε όλο αυτό το υλικό που αναδύεται απρόσκλητο και καμιά φορά «απαιτητικό».
Το θάβουμε στα γρήγορα και τρέχουμε να προλάβουμε την επόμενη δουλειά?
Σε τελική ανάλυση τι είναι καλύτερο για τα ίδια μας τα παιδιά? Να προσποιηθούμε πως έχουμε τον απόλυτο έλεγχο του εαυτού μας και των συναισθημάτων μας και να τους υποδείξουμε το «σωστό» ή να σταθούμε ευάλωτοι και αληθινοί απέναντι στις ανοιχτές μας πληγές και να τις ακουμπήσουμε με αγάπη και σεβασμό?
Η διαίσθησή μου με οδηγεί στη δεύτερη επιλογή, αν και αναγνωρίζω ότι θέλει κότσια να είμαστε αληθινοί και συνειδητοί.
Κι αυτά τα κότσια –εγώ τουλάχιστον – δεν τα διαθέτω ανά πάσα στιγμή…
Ας είναι… Ετσι κι αλλιώς, ό,τι αφήνουμε στην άκρη θα μας περιμένει πιο κάτω για να το ξαναβρούμε. Το παιχνίδι της ζωής δεν τελειώνει ποτέ…
Μου σμβαίνουν τα ίδια πράγματα, ξυπνούν μνήμες από το «ξεχασμένο» παιδί με θυμίζω στον εαυτό μου, όπως μου θυμίζω και τη μάνα μου, το γνώριμο εκείνο ρόλο, ξέρεις κι εσύ μάλλον.
θυμήθηκα και το βιβλίο: Αλις Μίλερ «οι φυλακές της παιδικής μας ηλικίας». Φρουδική η κυρία αλλά με μια αμεσότητα, συγκρότηση και βαθιά κατανόηση των μηχανισμών που λειτουργούν στις αλληλεπιδράσεις αυτές, φτάνοντας να μας αποξενώνουν από τον πραγματικό εαυτό μας, για να ταιριάζουμε όλο και πιο πολύ στα γονεϊκά και κοινωνικά στερεότυπα. Οι περισσότεροι άνθρωποι, μας διδάσκει η συγγραφέας, έχουν δομήσει την «ψευδαίσθηση της ευτυχισμένης παιδικής ηλικίας», αποφεύγοντας τον πόνο της αλλοτρίωσης, της έλλειψης αποδοχής του πραγματικού παιδιού, της ένδειας συναισθηματικής επικοινωνίας, που αποτελούν ένα βιωματικό υπόβαθρο σχεδόν κοινό σε όλους. Και είναι αυτό το υπόβαθρο που μόνο βιωματικά κι όχι διανοητικά μπορεί να ανατραπεί. Καλές βουτιές!!
Ευχαριστώ, μου έδωσες έμπνευση για τη συνέχεια!