Έχει μια μαγεία η οικειότητα όταν έρχεται απρόσκλητη και φευγαλέα. Αυτή η αίσθηση του γνώριμου, τού «σε ξέρω από παλιά» στην επαφή με ανθρώπους που έχεις χρόνια να συναντήσεις, ξεκλειδώνει απρόσμενα έναν θησαυρό από καλά κρυμμένες αναμνήσεις στα βάθη της καρδιάς.
Ένα πέρασμα λίγων ωρών από το μοναχικό ορεινό χωριό του πατέρα μου, όπου πέρασα τα περισσότερα καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων, ήταν αρκετό για να νιώσω το όμορφο αυτό συναίσθημα να με τυλίγει σαν απαλή κουβέρτα. Μπαίνοντας στην εκκλησία του χωριού την ώρα της κυριακάτικης λειτουργίας, αντίκρισα τις σκυμμένες φιγούρες των γυναικών που προσεύχονταν. Οι πιο πολλές γύρισαν το κεφάλι τους και με κοίταξαν και ακαριαία φύσηξε το γλυκό αεράκι της οικειότητας, γεφυρώνoντας το χρόνο και επανασυνδέοντας τις στιγμές.
Δεν θυμόμουν τα ονόματά τους, δεν είχε σημασία. Ηξερα ποιες ήταν, αναγνώρισα τα σκαμμένα πρόσωπά τους, διάβασα το βάθος του πόνου και της χαράς στα μάτια τους. Οι ώμοι τους σκυφτοί από τα βάρη δεκαετιών μού φάνηκαν σαν γενναίοι και περήφανοι πολεμιστές μετά από μια κοπιαστική μάχη με το χρόνο και τις συγκυρίες μιας ζωής. Τα μαλλιά τους λευκά πιασμένα πίσω ή τυλιγμένα με μαντήλα σκέπαζαν τα κεφάλια τους, που έκαναν τις ίδιες, γνώριμες ανεπαίσθητες κινήσεις συμπάθειας και συγκατάβασης.
Η οικειότητα αυτή δεν έχει καμιά σχέση με λόγια τυπικά και κοινωνικές συμβάσεις. Αναδύεται μέσα από τα στιγμιότυπα μιας φυσικής καθημερινότητας , που – αφού μονομαχήσουν με το χρόνο – παραμένουν στα μονοπάτια της μνήμης. Και περιμένουν εκεί υπομονετικά το ερέθισμα που θα τα φέρει στην επιφάνεια, για να νιώσουμε το τρυφερό χάδι της οικειότητας στο μέτωπό μας. Τελικά, η απλή ροή της ζωής μπορεί να προσφέρει το πιο νοσταλγικό άρωμα στις αναμνήσεις μας.