Κι έρχεται κάποια στιγμή που το πουλί δυναμώνει και πετά με τα δικά του φτερά, μακριά από τη φωλιά. Κι η φωλιά αδειάζει. Κι ο γονιός, που είχε τόσα χρόνια αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειας και του χρόνου του στο παιδί, νιώθει τα πιο αντιφατικά συναισθήματα: ικανοποίηση που έφερε εις πέρας την «αποστολή» του αλλά και κενότητα, μοναξιά και, ίσως, θυμό και απόρριψη.
Δύσκολο να το παραδεχτεί κανείς, αλλά τα συναισθήματα είναι υπαρκτά, ακόμα κι αν κανείς δεν τολμά να τα ομολογήσει γιατί δεν ταιριάζουν στην ιδανική εικόνα της «αγίας μητέρας» και του «ηρωϊκού πατέρα», που όλα τα υπομένουν κι όλα τα μπορούν.
Τα παιδιά μου είναι ακόμα μικρά κι έτσι μου λείπει το προσωπικό βίωμα. ‘Ηθελα όμως εδώ και καιρό να γράψω κάτι για το «σύνδρομο της άδειας φωλιάς», γιατί νιώθω πως όταν τα αντιφατικά και σκοτεινά συναισθήματα που το συνοδεύουν έρθουν στο φως, τότε το φορτίο των γονιών ξαλαφρώνει, ο προσωπικός τους δρόμος ξανανοίγει, η ζωή συντονίζεται σε μια νέα δημιουργική συχνότητα. Το κείμενο της σπουδαίας Μάρως Βαμβουνάκη, περιγράφει ολοζώντανα και συγκινητικά τα συναισθήματα μιας μάνας που έχει να αντιμετωπίσει το άδειο – χωρίς την παρουσία της κόρης της Φοίβης- σπίτι:
..Η απουσία της κόρης της μέσα στο άδειο σπίτι με τη μουσική και τις σκιές που πλέκουνε οι ελλείψεις μαζί με τους πόθους, γέμισε τον αέρα, σαρκώθηκε κι ήρθε και την αγκάλιασε από πίσω. Εδώ, στο νιπτήρα με το τρεχούμενο νερό, μπροστά στον καθρέφτη.
-Αχ Φοίβη, αν σε είχα μαζί μου δεν θα ήμουνα έτσι, βόγκηξε σχεδόν.
Τα παιδιά γεννιούνται από παιδιά. Τα δεύτερα μεγαλώνουν επειδή γεννιούνται τα πρώτα. Τίποτα δεν σε μεγαλώνει τόσο όσο το να γεννήσεις ένα παιδί. Με κλάματα, με κολικούς, πυρετούς και εμβόλια και νεύρα από δοντάκια, σ΄αναγκάζει να ξεχάσεις τα δικά σου παιχνίδια και να σοβαρευτείς. Σ΄εκβιάζει με τους κινδύνους του ανάμεσα ζωής και θανάτου, απαιτεί κάθε σου σκέψη ρουφώντας την παλιά ξενοιασιά σου, όπως το γάλα από πληγιασμένες θηλές. Περηφάνια κι ευτυχία εξαγορασμένες με εικοσιτετράωρες αγωνίες και κούραση. Αυτό μεγαλώνει κι εσύ γερνάς.
Και κάποια μέρα, εντελώς απρόσμενα κι ας λες πως το περίμενες, εντελώς απίστευτα κι ας λες πως το πίστευες, φεύγει. Φεύγει και σ΄αφήνει. Τώρα εσύ είσαι το παιδί και το παιδί σου ο γονιός σου, εσύ η αδύναμη κι αυτό ο δυνατός. Χρειάζεται να σε προστατεύσει. Κανείς δεν παραδέχεται αυτές τις μεταμορφώσεις και χανόμαστε σε παρεξηγήσεις. Είσαι πάλι παιδί μόνο, παρατημένο, γεμάτο παράπονα προς το παιδί σου, Παιδί μαραμένο, αδέξιο κι ετοιμόρροπο.
(…)
Κλαίει και παραπονιέται στη Φοίβη, στον Αλέκο, στο Θεό, στη μοίρα. Θέλει να τα βάλει με όλους και να τους τα πει ένα χεράκι. Βαρέθηκε την εγκράτεια και τους πολιτισμένους τρόπους. Βαρέθηκε τις φιλοσοφίες που σε διδάσκουν να μην εξαρτάσαι από κανένα. Γίνεται ν΄αγαπάς χωρίς να εξαρτάσαι; Γίνεται ν΄αγαπάς χωρίς να τρέμεις να μη χάσεις; Γίνεται ν΄αγαπάς χωρίς να λαχταράς να σ΄αγαπάει κι ο άλλος; ‘Οχι, όχι, είναι κερί το κορμί, η καρδιά, τα σπλάχνα. Κερί που σφίγγει στο κρύο και που λιώνει και κυλάει σα μέλι στη θαλπωρή.
Πηγή αποσπάσματος: Μάρω Βαμβουνάκη, Οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο (εκδόσεις Φιλιππότη, 1990)
Αχ, τι θέμα κι αυτό..Δεν μπορώ να το φανταστώ τώρα γιατί είναι μικρή ακόμα αλλά μετά..; Είναι όντως άδειασμα φωλιάς..
Ούτε κι εγώ μπορώ να το φανταστώ. Οταν έρθει η ώρα θα το αντιμετωπίσουμε, δε γίνεται αλλιώς!