Συνηθίζει άραγε κανείς την απουσία της μητέρας; Συμβιβάζεται με την απώλεια; Ξεχνάει; Ερχεται η στιγμή που οι αναμνήσεις τον κάνουν να χαμογελά έστω και με κάποια πικρία; Δεν ξέρω, δεν έχω απαντήσεις. Η εξομολόγηση του Γιώργου όμως με συγκίνησε βαθιά και τη μοιράζομαι μαζί σας:
Ένας μήνας. Ένας χρόνος. Δύο. Τρεις. Καμιά φορά ψάχνω στο τηλέφωνο το νούμερό σου. Καμιά φορά σηκώνω το τηλέφωνο νομίζοντας ότι είσαι εσύ. Καμιά φορά περπατάω κάτω από το σπίτι σου και κοιτάω ψηλά, στο μπαλκόνι, να δω αν με περιμένεις όπως τότε. Καμιά φορά στέκομαι στο μπαλκόνι περιμένοντας να σε δω. Καμιά φορά μου λείπουν τα γεμιστά σου. Καμιά φορά θέλω να σου μιλήσω για να μου πεις πώς βράζουν τα μακαρόνια. Καμιά φορά περιμένω να σε δω να κάθεσαι στην καφετέρια στην πλατεία πίνοντας ουίσκι με πάγο και μπόλικο νερό. Καμιά φορά βγαίνω έξω και πίνω ουίσκι με πάγο και μπόλικο νερό. Καμιά φορά περνάω έξω από την τράπεζα και θέλω να μπω μέσα, να καθίσω στο γραφείο σου και να μου παραγγείλεις τυρόπιτα και χυμό. Καμιά φορά κάθομαι στο γραφείο και παραγγέλνω τυρόπιτα και χυμό. Καμιά φορά περιμένω στην πόρτα για να σε βοηθήσω με τις σακούλες από το σουπερμάρκετ. Καμιά φορά δεν μπορώ να σηκώσω τις σακούλες από το σουπερμάρκετ. Καμιά φορά σε θυμάμαι να γελάς. Καμιά φορά γελάω. Καμιά φορά κάθομαι στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και περιμένω να σε δω να καθίσεις μπροστά για να σου πω να αλλάξεις τον σταθμό στο ραδιόφωνο. Καμιά φορά αλλάζω συνέχεια σταθμούς στο ραδιόφωνο σε όλη την διαδρομή. Καμιά φορά μου λείπεις. Καμιά φορά μου λείπεις. Καμιά φορά κοιτούν τις φωτογραφίες σου και μου λένε ότι μοιάζουμε. Καμιά φορά τα μάτια μου κλαίνε όπως και τα δικά σου.
Δεν περνάω από την Αλεξάνδρας ποτέ, το ξέρεις; Κι ύστερα όλη αυτή η Κυψέλη που σε πήρε κι έμεινα εγώ στην Κεφαλληνίας να ιδρώνω, Νοέμβρη μήνα, μέχρι να φτάσω στο αυτοκίνητο. Στην Πατησίων δεν στρίβω ποτέ στην εστία. Δρόμοι ολόκληροι έχουν χαθεί από τον χάρτη, αναγκάζομαι να κάνω κύκλους στην Αθήνα για να μην ξυπνήσουν οι φωτογραφίες και με τρακάρουν.
Δεν είναι που σε θυμήθηκα απόψε. Είναι που ακόμα με κουβαλάς μέσα σου.
Πηγή: Tα Χαμένα επεισόδια
Art: Δήμητρα Μαλταμπέ, ευχαριστούμε πολύ!
Εννοείται.Όλα συνηθίζονται είτε η μητέρα ήταν η αρχέτυπη μορφή της μητέρας είτε ασφαλώς εάν ήταν ένα βιολογικό πρόσωπο χωρίς καμία άλλη σημασία και επιρροή στη ζωή μας. Στην πρώτη περίπτωση, τουλάχιστον έχεις και κάτι να θυμάσαι, στη δεύτερη δεν έχεις να θυμάσαι τίποτα, ένα παντελώς αδιάφορο άτομο, ενίοτε και γελοίο.Πιστεύω ότι όλα συνηθίζονται όταν το όποιο αγαπημένο μας πρόσωπο έχει κλείσει έναν κύκλο ζωής και εμείς έχουμε ακόμη χρόνια μπροστά μας. Το δύσκολο είναι να φύγει ένας αγαπαπημένος μας βίαια. Το να φύγει στη σειρά του σίγουρα είναι πολύ δύσκολο και σκληρό, αλλά νομίζω ότι μπορείς να συνεχίσεις να ζεις με τον πλούτο, που σου άφησε. Τώρα το να φύγει ένα αδιάφορο πρόσωπο, που καταχράστηκε τη συγγενική του ιδιότητα μου θυμίζει κάτι που πιστεύω βαθιά ότι δηλαδή σημασία δεν έχει πώς πέθανες αλλά πώς έζησες και κάποια άτομα είναι τόσο αδιάφορα, τόσο κενά, τόσο άδεια σακιά, που πραγματικά σε εντυπωσιάζει ότι η ύπαρξη και η ανυπαρξία τους είναι το ένα και το αυτό.
Αχ, πώς τα γράφεις έτσι βρε κορίτσι…, είσαι χείμαρρος! Υπάρχει περίπτωση να μας είναι αδιάφορο το πρόσωπο της μάνας; Μπορώ να φανταστώ πως, σε κάποιες περιπτώσεις θα ήταν ανεπιθύμητο ή ακόμα και εχθρικό, αλλά αδιάφορο, ποτέ…
Χμ, μεγάλο θέμα. Ναι, αδιάφορο δεν είναι ποτέ το πρόσωπο της μάνας. Όταν όμως αυτό το πρόσωπο της μάνας, σακατεύει την ψυχή και το κορμί ενός παιδιού, το παιδί δεν αντέχει να αποδεχτεί τα αρνητικά συναισθήματα που νιώθει. Έτσι τα βαφτίζει αδιαφορία για να μπορεί να συνεχίσει να ζει. Η απώλεια μιας μαμάς σαν του Γιώργου δεν έχει παρηγοριά. Θα μάθεις όμως, Γιώργο, Να ζεις με την απώλεια αυτή. Και να σου πω και κάτι που ίσως φανεί τολμηρό: να είσαι χαρούμενος που όταν σκύβεις μέσα σου στην ψυχή σου, ανταμώνεις τα χάδια, τα φιλιά, τη στοργή της μαμάς σου. Αν ανταμώνεις την κακοποίηση, την απόρριψη, την εγκατάλειψη τότε, αχ, τοτε πού να παρηγορείς: Σ΄αυτά που έζησες με τη «μαμά» ή σ’ αυτά που θυμάσαι από κείνη; Πού;;;