«Το πνεύμα μου, σαν ουρανός, σαν ωκεανός, σαν θάλασσα,
λύνεται απόψε στο άπειρο χωρίς να βρίσκει αναπαμό. » – Νικηφόρος Βρεττάκος
Αραιώνει η κίνηση στους δρόμους της Αθήνας όσο κυλάει το κουρασμένο καλοκαίρι. Από τη μια οι αδειανοί δρόμοι με ανακουφίζουν προσωρινά, γιατί επιτρέπουν να πλανάται μια ψευδαίσθηση ηρεμίας και ραστώνης, που εξανεμίζεται με την πρώτη ανάσα του Σεπτέμβρη. Από την άλλη μ΄αγκαλιάζει μια μελαγχολία, γιατί όταν η μεγαλούπολη απογυμνώνεται από τον παλμό των ανθρώπων μού μοιάζει πιο μουντή, πιο αφιλόξενη, πιο σκληρή πίσω από το πέπλο μιας επιφανειακής ησυχίας.
Υπάρχει όμως πάντα μια παρηγοριά: Η αύρα της θάλασσας που απαλά χαιδεύει τα μάγουλά μας και δροσίζει τις διψασμένες μας ψυχές. Που μας τυλίγει με τη γεύση του αλατιού, θυμίζοντάς μας πόσο μικρές και ταπεινές είναι οι έννοιες των ανθρώπων μπροστά στη μεγαλοσύνη και γενναιοδωρία του φυσικού κόσμου που κάθε στιγμή αναγεννιέται, μεταλλάσσεται και επιστρέφει κοντά μας. Τι πιο όμορφο και άμεσο από ένα ποίημα του Νικηφόρου Βρεττάκου για να περιγραφεί η λύτρωση που απλόχερα μάς προσφέρει σαν μάνα η μαγεία της θάλασσας:
Ίσως είναι το μητρικό σου αλάτι
που σήμερα μ’ έφερε, θάλασσα,
κοντά σου. Αλλά κι αν ακόμη
δεν είσαι μητέρα μου, μοιάζουμε
πάντως. Μπορεί και τα λόγια μου
να είναι αέρας σαν τα δικά σου.
Καιρός είναι άλλωστε ν’ αφήσουμε
τα όνειρα, σαν μια φούχτα άμμο
που τη ρίχνουμε πίσω μας. Αρκεί
πως αυτός ο παράδοξα όμορφος
κόσμος μάς μάγεψε. Μεθύσαμε
θάλασσα!
Τόσο η ψυχή μου όσο
κ’ εσύ, τον γιομίσαμε κύματα.
Πηγή: Νικηφόρος Βρεττάκος, Συνάντηση με τη θάλασσα, (εκδόσεις Τρία φύλλα, 1991).