Μια ανάρτηση αφιερωμένη στην αρχέγονη δύναμη του τοκετού, στο πανίσχυρα κύματα των ωδινών, στο μοναχικό ταξίδι της γυναίκας που μεταμορφώνεται σε μητέρα μέσα από την υπέρβαση της εξουθένωσης και τη μαγική στιγμή της πρώτης συνάντησης με το μωρό της. Η αγαπημένη συγγραφέας Βικτόρια Χίσλοπ μας μεταφέρει στη Θεσσαλονίκη του 1917, όπου η Ολγα Κομνηνού, μοναχική σύζυγος μεγαλοεπιχειρηματία της πόλης, γεννά το παιδί της, έχοντας ακοίμητο φρουρό στο πλάι της την οικονόμο της Παυλίνα.
Σε λίγο, η Όλγα άρχισε να ουρλιάζει, καταβεβλημένη από τα έντονα κύματα πόνου, γραπώνοντας την Παυλίνα τόσο δυνατά που τα δάχτυλά της άφησαν σημάδια στον πήχη της οικονόμου. Τέτοια φοβερή οδύνη έμοιαζε να προμηνύει το τέλος μιας ζωής παρά την αρχή μιας καινούριας.
Οι περαστικοί από κάτω άκουγαν πού και πού κάποια αγωνιώδη κραυγή της, όμως τέτοιου είδους ήχοι ήταν συνηθισμένοι στην πόλη κι εξάλλου πνίγονταν μέσα στη γενικότερη κακοφωνία από τα τραμ, τα κάρα και τους πλανόδιους πωλητές. Στις 10 η ώρα, η Παυλίνα έστειλε να φωνάξουν τον δόκτορα Παπαδάκη, ο οποίος επιβεβαίωσε ότι πολύ σύντομα θα γεννιόταν το παιδί. Η κοινωνική θέση του Κωνσταντίνου Κομνηνού σήμαινε πως ο γιατρός θα έμενε ώσπου να γεννηθεί το μωρό με ασφάλεια.
Τις τελευταίες ώρες του τοκετού της, η Όλγα δεν άφησε ούτε στιγμή το χέρι της Παυλίνας. Αν το άφηνε, φοβόταν ότι θα παρασυρόταν αναπόδραστα σε μια σκοτεινή και αμείλικτη δίνη πόνου που θα την έβγαζε στον άλλο κόσμο.
Με το ελεύθερο χέρι της, η Παυλίνα σφούγγιζε το μέτωπο της κυράς της με δροσερό νερό που ανανέωνε τακτικά από την κουζίνα.
«Προσπάθησε να την κάνεις να ηρεμήσει λίγο», είπε ο γιατρός στην Παυλίνα. Η οικονόμος ήξερε από τη δική της εμπειρία πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατον την ώρα που ο πόνος σκίζει στα δυο το κορμί σου. Σκέφτηκε να του πει πόσο παράλογη ήταν η υπόδειξή του, όμως δεν υπήρχε λόγος. Ο γιατρός ήταν εβδομηντάρης. Οσα μωρά κι αν είχε ξεγεννήσει στη σταδιοδρομία του, δεν υπήρχε περίπτωση να μπορούσε να φανταστεί τι περνούσε εκείνη τη στιγμή η Όλγα.
Το κρεβάτι ήταν μούσκεμα από τον ιδρώτα, το νερό και τα νερά που έρρεαν σαν χείμαρρος από μέσα της. Η Όλγα αισθάνθηκε σχεδόν να χάνει τις αισθήσεις της και θυμήθηκε τον εφιάλτη που είχε δει πριν από τόσες εβδομάδες και είχε ξαναδεί συχνά, με κάποιες παραλλαγές, τις τελευταίες ημέρες.
Ο γιατρός είχε καθίσει σε μια αναπαυτική καρέκλα και διάβαζε εφημερίδα, ρίχνοντας πότε πότε καμιά ματιά πρώτα στο ρολόι της τσέπης του και μετά στην Όλγα. Από το ύφος του έμοιαζε να την παρακολουθεί με περισυλλογή, αλλά πάλι, ίσως απλώς υπολόγιζε πόση ώρα ακόμη θα έκανε ώσπου να πάει να φάει το μεσημεριανό του.
Με τις βαριές κουρτίνες τραβηγμένες, το δωμάτιο ήταν σχεδόν ολοσκότεινο. Ο γιατρός βαστούσε την εφημερίδα του για να πετύχει μια δέσμη φωτός που έμπαινε από μια χαραμάδα. Μόνο όταν οι κραυγές της Όλγας έφτασαν σε τέτοιο ύψος που κόντεψαν να σπάσουν τους καθρέφτες, σηκώθηκε από τη θέση του. Δίχως να πλησιάσει τόσο ώστε να θέσει σε κίνδυνο την τελειότητα του αψεγάδιαστου κοστουμιού του, άρχισε να δίνει κι άλλες οδηγίες.
«Βλέπω το κεφάλι του μωρού. Τώρα πρέπει να σπρώξετε, κυρία Κομνηνού».
Τι πιο φυσικό. Κάθε μόριο της ύπαρξής της αισθανόταν την ανάγκη να κάνει αυτό ακριβώς, να σπρώξει, όμως ταυτόχρονα κάτι τέτοιο της φαινόταν αδύνατον, σαν να έπρεπε να γυρίσει το κορμί της μέσα – έξω.
Πέρασε περίπου μια ώρα. Της Παυλίνας της φάνηκε ολόκληρη μέρα και της Όλγας της φάνηκε ένα απροσδιόριστα μεγάλο διάστημα, κατά το οποίο μετρούσε τη ζωή της σε κύματα πόνου. Επεσε σε παραλήρημα. Δεν είχε ιδέα πως είχε φτάσει στα πρόθυρα καρδιακής προσβολής και πως η ταλαιπωρημένη καρδιά του μωρού είχε κοντέψει να σταματήσει. Το μόνο που ένιωθε ήταν ο πόνος. Μόνο αυτό της φαινόταν πραγματικό εκείνες τις τελευταίες ώρες του τοκετού.
Το μωρό αναδύθηκε μέσα από το σκοτάδι στο ημίφως του δωματίου. Κι έκλαψε. Οι ωδίνες είχαν σταματήσει κι έτσι η Όλγα κατάλαβε πως οι στριγκλιές δεν ήταν δικές της. Αυτός ο ήχος ήταν πρωτόγνωρος.
Για πολύ λίγο, έμεινε ξαπλωμένη, σιωπηλή και ακίνητη, λαχανιασμένη, με δάκρυα εξουθένωσης και ανακούφισης να κυλούν στα μάγουλά της. Τότε κατάλαβε πως οι δύο άλλοι άνθρωποι μέσα στο δωμάτιο είχαν αποστρέψει την προσοχή τους από εκείνη και εστίαζαν σε κάτι στην άλλη άκρη της κάμαρας. Της είχαν γυρισμένες τις πλάτες τους κι εκείνη κατάλαβε από ένστικτο πως δεν έπρεπε να τους ενοχλήσει.
Εκλεισε τα μάτια της για μια στιγμή και αφουγκράστηκε τα σιγανά μουρμουρητά τους. Δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας. Η Όλγα αισθάνθηκε την παρουσία ενός τέταρτου ανθρώπου στο δωμάτιο. Ηξερε πως ο γιος της ήταν εκεί.
«Κυρία Όλγα…» Η Όλγα είδε την Παυλίνα στο πλάι της. Στο φόντο της ολόλευκης μπλούζας της και του πληθωρικού της στήθους, ο μικρός άσπρος μπόγος ήταν σχεδόν αόρατος.
«Το μωρό σου…», είπε η Παυλίνα, σχεδόν πνιχτά. «Να’ το το μωρό σου. Ο γιος σου. Ο κανακάρης σου, κυρία Όλγα!»
Και ήταν πράγματι εκεί. Η Παυλίνα χαμήλωσε τον μπόγο μέσα στην ανοιχτή αγκαλιά της Όλγας και μητέρα και γιος κοίταξαν ο ένας τον άλλο για πρώτη φορά.
Η Όλγα είχε χάσει τη μιλιά της. Ενα πανίσχυρο κύμα αγάπης την κατέκλυζε. Ποτέ της δεν είχε νιώσει κάτι τόσο δυνατό όσο αυτή η άνευ όρων λατρεία που αισθανόταν γι΄αυτό το μικρό πλάσμα στα χέρια της. Από εκείνη τη στιγμή που διασταυρώθηκαν τα βλέμματά τους, γεννήθηκε ένας άρρηκτος δεσμός.
Πηγή: Από το μυθιστόρημα της Βικτόριας Χισλοπ Το νήμα, εκδόσεις Διόπτρα, 2011.
Δεν έχω διαβάσει το βιβλίο μέχρι σήμερα , ΄ομως θα το κάνω σύντομα, γιατί μου άρεσε αυτό που διάβασα παραπάνω.Πάντως η γέννα είναι απίστευτη εμπειρία,από εκείνη τη στιγμή και μέχρι να πεθάνω ευλογώ το Θεό που είμαι γυναίκα και λυπάμαι πάρα πολύ όλους τους άνδρες που δεν μπορούν να το ζήσουν.
Σοφία, διάβασα το βιβλίο στις διακοπές και οι σελίδες της γέννας με συγκίνησαν. Δεν το είχα σκεφτεί αυτό που έγραψες για τους άντρες… Πράγματι το βίωμα του τοκετού είναι δικό μας «προνόμιο», μια ευλογία μοναδική! Σ΄ευχαριστώ!
Συγκινουμε ….σκεφτομαι τη φατσουλα του μικρου μου οταν γεννηθηκε και βουρκωνω ασυναισθητα πολλες φορες…Μα ποσο μεγαλη αγαπη εχουμε σε αυτα τα μικρα μας πλασματακια …Υπεροχο ποστ !!