Μια ανάρτηση αφιερωμένη στη γενιά των αγροτών παππούδων μας, που έζησαν καλλιεργώντας τη γη, δαμάζοντας τη φύση, προσδοκώντας πως το μέλλον για τις γενιές που έρχονται θα είναι καλύτερο χάρη στη μόρφωση και στις «ευκολίες» ενός πολλά υποσχόμενου τρόπου ζωής κάπου στην πόλη…
Πατέρα,
Τα ροζιασμένα χέρια σου θυμάμαι|
και τα λασπωμένα σου παπούτσια
που άφηνες έξω στην πόρτα όταν γύριζες
κατάκοπος το βράδυ απ΄τα χωράφια,
και ως να ετοιμάσει η μάνα ένα τσίπουρο
τρέχαμε όλοι μαζί στην αγκαλιά σου.
Κανείς όμως δεν τίμησε τα χέρια σου
όλοι τα προδώσαμε για λίγα αργύρια,
για μια γυναίκα, για μια ασήμαντη ζωή στην πόλη…
και ακόμα
Με τα γράμματα και τα βιβλία
αυτά τα χρόνια
τα χέρια μας έγιναν τρυφερά
κι εύκολα πληγώνονται απ΄τ’ αγκάθια.
Ποιος τώρα θα ξεβοτανίζει το χωράφι
που μας άφησε ο πατέρας;
Ηταν δύο χαρακτηριστικά στιγμιότυπα από το έργο του χαμηλόφωνου ποιητή Νίκου Βασιλάκη, που αξίζει να γνωρίσουμε καλύτερα. Διαβάζοντάς τα ένιωσα πως χρειαζόμαστε κάτι από την τραχύτητα, την αποφασιστικότητα και τη σοφή εγκαρτέρηση της γενιάς των παππούδων μας, γιατί σαν να ‘χουμε γίνει πολύ μαλθακοί, άβουλοι και καημένοι μέσα στον μικρόκοσμό μας…
Παναγιώτα καλησπέρα,
με έκπληξη, αλλά και με χαρά, διαπίστωσα την παραπομπή σου στην ανάρτηση για τιν Νίκο Βασιλάκη.
Και επειδή αναγνωρίζω τις ευαισθησίες σου, σου συστήνω να αναζητήσεις και τον Αργύρη Μπαρή.
Καλή δύναμη σε ότι κάνεις.
Eυχαριστώ Βαγγέλη. Μου άρεσε η χαμηλόφωνη διακριτική φωνή του Βασιλάκη, που γράφει τόσο απλά και λέει τόσο πολλά. Θα αναζητήσω και τον Αργύρη Μπαρή.